<![CDATA[ΉΛΙΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ - Short Stories]]>Wed, 05 Jun 2024 18:35:02 +0300Weebly<![CDATA[​Το Όρος Άθως]]>Sun, 31 Aug 2008 21:00:00 GMThttp://xn--jxakcfikcbmn4ae0awj1a.com/short-stories/3676156    
            Αρμενίζοντας εν αιθρία, γλυκά σπρωγμένος από τον ελαφρό κυματισμό του νερού, ένιωθα αιθέριος ανάμεσα στα στοιχεία της φύσης. Τα γαλανά ουράνια τύλιγαν τη γη με ειρήνη, καθώς ο ουρανός ανασήκωσε το βλέφαρο αποκαλύπτοντας ένα βουνό. Γλίστρησα ανατολικότερα, χαϊδεύοντας το νερό με τις παλάμες μου. Κολυμπούσα εδώ με τους φίλους μου, κάμποσες μέρες τώρα. «Τι βουνό είναι εκείνο;» ρώτησα. Σα να φύτρωνε από το πουθενά, με τόσο μεγαλείο και μυστήριο. Γιατί δεν το είχα προσέξει προηγουμένως; «Είναι ο Άθωνας», απάντησε κάποιος. Μέσα σ’ ένα πετάρισμα του βλέφαρου χάθηκε πίσω από τα σύννεφα όσο γρήγορα και ήσυχα είχε πρωτοφανερωθεί. «Γιατί δεν πας εκεί;», πρότεινε κάποιος άλλος.
 
            Μεταξύ ύπνου και ξύπνου, η φίλη μου η Σοφία κι εγώ ψάξαμε για τον πατέρα Ιερόθεο, που είχε συμφωνήσει να με συνοδεύσει στον Άθωνα. Δεν γνωριζόμασταν, αλλά η Σοφία μου τον σύστησε. «Δεν υπάρχουν άλλες θέσεις σ’ αυτό το λεωφορείο. Πάρε το επόμενο και θα σε περιμένω στην Ουρανούπολη», είπε. Μερικοί προσκυνητές ταξίδευαν μέρες, ακόμα και εβδομάδες, για να φτάσουν στο Άγιον Όρος. Στο σκοτάδι, μόλις πριν το χάραμα, το πρωινό φωτίστηκε από την μακαριότητα του πνεύματός τους με ελπίδα, πίστη, αγάπη και μια ήρεμη χαρά.
 
                                                                     Η μητέρα μου έλεγε:
                                 «Ένα μόνο κεράκι μπορεί να φωτίσει ένα σκοτεινό μονοπάτι».
                               Σίγουρα, αυτή η ομάδα μπορεί να φωτίσει τον κόσμο, σκέφτηκα,
                                                                καθώς έστησα το αυτί μου,
                        μήπως διακρίνω καμιά αγγλική λέξη ανάμεσα στις τόσες ξένες γλώσσες.
 
            Ο πύργος της Ουρανούπολης ήταν η πρώτη μου φευγαλέα ματιά στην ένδοξη βυζαντινή αρχιτεκτονική που διαστίζει το αγιορείτικο τοπίο. Ο πάτερ Ιερόθεος με περίμενε και η καρδιά μου είχε πληρωθεί από την παρουσία του στο πλάι μου. Ο ήλιος είχε ανατείλει όσο ταξίδευα από τη Θεσσαλονίκη και μπορούσα να δω καθαρά τις κορδέλες του δρόμου και τους λόφους σκεπασμένους από ευωδιαστό θυμάρι και γαλάζιες κυψέλες, που υπόσχονταν μιαν εύγευστη συγκομιδή χρυσού μελιού. Απαλό σαν πουπουλένιο μαξιλάρι, το χέρι του πήρε το δικό μου και με πέρασε μέσα από τον έλεγχο και πάνω στο πλοίο για το λιμάνι της Δάφνης. Αν και έπιανε μόνο το χέρι μου, ένιωσα να με τυλίγει προστατευτικά απ’ την κορφή ως τα νύχια. Νιώσατε ποτέ έτσι από ένα μόνο άγγιγμα ή ένα βλέμμα αγάπης;
 
                                  Όταν ήμουν μικρός ο πατέρας μου με άφηνε να ξεκουράζω
                             το κεφάλι μου στο γόνατό του κι εκείνος ακουμπούσε το χέρι του
                                 στο πλάι του κεφαλιού μου, σκεπάζοντας το αυτί μου. Τώρα,
                                τόσα χρόνια μετά, βαδίζοντας με τον πατέρα Ιερόθεο, ένιωσα
                                 την ίδια θέρμη, αγάπη και σιγουριά που είχα δοκιμάσει παιδί.
 
            «Θα κάθομαι εδώ, όσο εσύ θα πας στο κατάστρωμα που έχει καλύτερη θέα», είπε με τα σπασμένα αγγλικά του. Ζευγαρωμένη η θάλασσα με τη ζωή κι ο αέρας είχε γεμίζει μουσική, καθώς τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Ένιωσα ότι βρισκόμουν πραγματικά σ’ έναν ευλογημένο τόπο. Μετά από λίγο περισσότερο από μιαν ώρα φτάσαμε στο λιμάνι της Δάφνης.
 
            Το λεωφορείο ζοριζόταν κάτω από το βάρος των επιβατών και των αποσκευών τους καθώς ανέβαινε τα φιδογυρίσματα του δρόμου στα υψώματα προς τις Καρυές, της πρωτεύουσας του Αγίου Όρους. Ο πάτερ Ιερόθεος με οδήγησε σε ένα μικρό εστιατόριο όπου είχαμε ένα υπέροχο γεύμα.
 
            Ανεβαίνοντας, κατεβαίνοντας, ανεβαίνοντας ξανά και αγκαλιάζοντας την πλαγιά του βουνού από την ανατολική μεριά, φτάσαμε στη Μεγίστη Λαύρα, το πρώτο μοναστήρι που επισκέφτηκα. Η πύλη ήταν ανοιχτή και τα αρχαία λιθόστρωτα ξάπλωναν γαλήνια στο φως του απογευματινού ήλιου, όπως έκαναν και οι μοναχοί στα κελλιά τους. Η ελαφρότατη γλυκιά ευωδία, φερμένη απαλά από την είσοδο της εκκλησίας, διαπέρασε τον αέρα. Ένα τραπέζι με καφέ και γλυκά έδειχνε ξεκάθαρα ότι ήμασταν καλοδεχούμενοι εδώ. Πρόσθεσα το όνομά μου κάτω από τα τόσα των προσκυνητών που είχαν προηγηθεί στο βιβλίο των επισκεπτών, που ήταν δεμένο με σκληρό φθαρμένο δέρμα. Χώρα προέλευσης; ΗΠΑ, έγραψα. Θρήσκευμα; Προτεστάντης.
 
            Γεννήθηκα σε μία μικρή πόλη στην βόρεια Τζόρτζια και μεγάλωσα σε μία φάρμα όπου οι γονείς μου παρήγαγαν μελάσα σόργου, πολύχρωμες πιπεριές και λαχανικά. Ήμουν τώρα χιλιάδες μίλια μακριά από τα Όρη Μπλου Ριτζ της νεότητάς μου, κι όμως ένιωθα σαν στο σπίτι μου.
 
            Όταν επρόκειτο να μας δώσουν δωμάτια, ο Πιέτρο και ο πατέρας του, ο Ιβάνο, με κάλεσαν να μοιραστώ ένα κελλί μαζί τους. Ήταν από το Μιλάνο και τη Θεσσαλονίκη αλλά μιλούσαν αγγλικά, γεγονός που μου προξένησε ανακούφιση και ευχαρίστηση. Ευχαρίστως δέχτηκα την πρόσκληση να μοιραστώ το κελλί τους μαζί με ένα Ρουμάνο που τον έλεγαν Αντρέα.
 
            Εκείνο το απόγευμα, ενώ βάδιζα κατά μήκος των αρχαίων τοίχων που είχαν δει αγίους, πολέμους, θαύματα, αρρώστιες και λιμούς, ένιωσα ελάχιστος. Πίσω από ένα μικρό κάγκελο στην πόρτα ενός κτιρίου έξω από το μοναστήρι διακρίνονταν στοίβες από οστά μοναχών που είχαν ζήσει και πεθάνει εκεί. Ο Αντρέα εξήγησε ότι ο θρύλος για την ταφή και τα οστά του Αγίου Όρους ήταν αληθινός: τα οστά είχαν μία ευωδία παράξενα γλυκιά. Ένας μοναχός μας πήγε σε ένα βράχο όπου τελούνταν προχριστιανικές τελετές. Καθώς έστρεψα το πρόσωπό μου στο αεράκι, η θέα της Μεγίστης Λαύρας κατέλαβε το κέντρο του βλέμματός μου: στεκόταν στην απώτατη άκρη της θάλασσας στεφανωμένη από συκιές φορτωμένες χρυσά φρούτα. «Ο Θεός συντηρεί αυτόν τον τόπο περισσότερα από χίλια χρόνια», σκέφτηκα, «όπως το υποσχέθηκε στον άγιο Αθανάσιο και στους ασκητές συντρόφους του, αποδεικνύοντας ότι η πίστη είναι πραγματικά η ουσία όσων ελπίζουμε και η απόδειξη όσων δεν βλέπουμε».
 
        Τατ, τατ, τατ, τατ. Τατ, τατ, τατ, τατ. Τατ, τατ, τατ, τατ ακουγόταν από την εσωτερική αυλή.
                                 Η ένταση του ανακουφιστικού ρυθμού πουκαλούσε μοναχούς
​                              και προσκυνητές για τον εσπερινό μεγάλωσε και μετά αδυνάτισε.
 
            Τα στασίδια δεν είχαν γίνει για να είναι άνετα, παρόλο ότι κατά κάποιον τρόπο ήταν. Κάθισα πίσω από το χώρισμα του ναού για να ακούω και να παρατηρώ. Είδα έναν νεαρό μοναχό που κρατούσε το θυμιατό και το περνούσε κοντά από τους ευλαβείς μοναχούς και μπροστά από τις εικόνες προτού περάσει από κοντά μου. Έκανα τον σταυρό μου, έχοντας παρατηρήσει ότι πολλοί σταυροκοπιούνταν επανειλημμένα κατά την διάρκεια της ημέρας. Ήθελα να γίνω μέρος αυτής της στιγμής, αυτής της ιστορίας, αυτού του κάλλους, ευχαριστώντας τον Θεό, τον Πατέρα, τον Ιησού, τον Υιό, και το Άγιο Πνεύμα, το Πνεύμα του Θεού. Ήθελα να είμαι μέρος αυτής της ευχαριστήριας προσευχής για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας. Η καρδιά ξεχείλιζε από χαρά, ευχαριστία και προσευχή στον Θεό.
 
                               Σκέφτηκα μία κουβέντα που η μητέρα έλεγε, από τη διδασκαλία
                                του Ιησού Χριστού: «Μη φοβάσαι, γιατί εγώ νίκησα τον κόσμο».
 
                                                                       Ένιωσα σπίτι μου.
 
            Το μαρμάρινο τραπέζι ήταν λειασμένο από την μακραίωνη χρήση. Οι τοίχοι και τα δοκάρια της οροφής με τα φατνώματα προκαλούσαν τον σεβασμό αυτή τη στιγμή της ήρεμης χαράς, ενώ οι μοναχοί μας σερβίριζαν το δείπνο. Η βραδινή λειτουργία θα ακολουθούσε στον ναό. Ο ύπνος έφτασε στην ώρα του μετά το μακρύ ταξίδι και ξύπνησα πάλι με τον ήχο τατ, τατ, τατ, τατ στις τρεις το πρωί. Οι αλυσίδες είχαν τραβηχτεί και το θυμίαμα είχε ανάψει στον ναό. Τα κεριά φώτιζαν την πορεία ως τον όρθρο και θυμήθηκα ένα άλλο μάθημα της νεότητάς μου:
 
                                                     «Στιγμές σαν κι ετούτη, λέω ένα τραγούδι,
                                                          ένα ερωτικό τραγούδι για τον Ιησού».
 
            Η μητέρα μου είχε αρρωστήσει σχεδόν τρία χρόνια προτού κάνω αυτό το ταξίδι. Ως συνέπεια της φθίνουσας υγείας της η καρδιά μου «ούρλιαζε σαν τσακάλι και θρηνούσε σαν κουκουβάγια». Μου έλαχε ακριβώς τότε ο Θεός να με οδηγήσει στο Άγιον Όρος να γιατρευτώ, κι η θεραπεία είχε κιόλας αρχίσει.
 
            Επέστρεψα με ένα μικρό λεωφορείο στις Καρυές την επόμενη μέρα με τον Πιέτρο και τον Ιβάνο. Ο πάτερ Ιερόθεος μου είχε δώσει οδηγίες πώς να φτάσω με τα πόδια στο σπίτι όπου τον βρήκα να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Κάναμε τον σταυρό μας προτού περάσουμε από μία πορτούλα φωτισμένη από δυο κεριά στην κάθε πλευρά. Έπρεπε να διπλωθώ και συγχρόνως να ανεβώ ένα σκαλί, αλλά μόλις μπήκα μπόρεσα να σηκώσω το κεφάλι μου τόσο ώστε να αντικρίσω τις πιο υπέροχες εικόνες στους τοίχους του ναού. Ο πάτερ Ιερόθεος ασπάστηκε τρεις από τις εικόνες και σταυροκοπήθηκε. Τον μιμήθηκα. Ο ήλιος σχημάτισε το περίγραμμα του παραθύρου στο δάπεδο, το φως διαπερνούσε το θυμίαμα που στροβιλιζόταν. Πήρε το χέρι μου και στραφήκαμε προς δύο άλλες εικόνες που παρίσταναν τους αγίους Πέτρο και Παύλο. Αυτές ήταν οι αρχαιότερες εικόνες στο Άγιον Όρος και αυτός ο ναός, χτισμένος πάνω στα θεμέλια ενός αρχαίου ναού του 910 μ.Χ., είναι η αρχαιότερη εκκλησία στο Όρος.
 
            Θα κοιμόμουν εδώ, σε ένα απλό κελλί σ’ αυτό το μοναστηράκι που είχε μεγαλύτερη ιστορία από κάθε άλλο κτίσμα στο Άγιον Όρος. Καθώς ο πάτερ Ιερόθεος με πήγε στο δωμάτιό μου ένιωσα αγάπη. Το κελλί μου ήταν τέλειο. Ξανά θυμήθηκα το τραγούδι που έλεγε η μητέρα μου:
 
                                                  «Στιγμές σαν και τούτη, λέω ένα τραγούδι,
                                                       ένα ερωτικό τραγούδι για τον Ιησού».
 
            Ρώτησα τον πάτερ Χαράλαμπο αν μπορούσα να βοηθήσω με τις δουλειές του σπιτιού. Μου απάντησε «ο Θεός θα με βοηθήσει».  Ο πάτερ Ιωαννίκιος πλησίασε και με καλωσόρισε στο σπίτι του. «Μπορώ να καταλάβω μόνο τα μισά από τα αγγλικά σου, και με την κακή μου ακοή δεν μπορώ να ακούσω τα άλλα μισά», μου είπε χωρατεύοντας. Μετά το μεσημεριανό γεύμα οι πατέρες αποσύρθηκαν στα κελλιά τους να αναπαυθούν, έτσι εγώ πήρα το μπλοκάκι μου και μολύβια και στάθηκα έξω, κοντά στα αρχαία θεμέλια, για να σχεδιάσω ένα κλαδί συκιάς. Ένα ψηλό κυπαρίσσι πλαισίωνε την μυτερή κορφή του Άθωνα που υψωνόταν πέρα δεξιά. Η θάλασσα ήταν μπρος μου. Πέρασε η ώρα και ο πάτερ Χαράλαμπος με φώναξε.
 
                                                                Ήταν η ώρα του δείπνου.
 
            Ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρανό αυτό το αυγουστιάτικο βράδυ και εγώ είχα μιαν έξαψη καθώς βρισκόμουν έξω ζωγραφίζοντας το σπίτι. Οι βυζαντινοί πετρόχτιστοι τοίχοι, το πολυσύνθετο περίγραμμα της στέγης και το γύρω τοπίο έκαναν ένα τέλειο σκηνικό. Ένα ολόγιομο φεγγάρι ανέτειλε μέσα από την θάλασσα ενώ ο ουρανός ήταν ακόμη φωτεινός, αλλά χρειαζόμουν εκείνο το φως ώστε να τελειώσω τη ζωγραφιά. Το φεγγάρι πέρασε πίσω από το κυπαρίσσι και σύντομα θα άφτανε πάνω από το σπίτι. Πρόσθεσα στο σχέδιο το φεγγάρι και μερικές γραμμές ακόμη για να δείξω τον ατμοσφαιρικό ουρανό. Τα σύννεφα σα να έγραφαν μηνύματα πάνω από τα πριονωτά περιγράμματα του βουνού. Το φως κράτησε ίσα-ίσα για να τελειώσω. Πήγα μέσα να αφήσω το σχέδιο και ξαναβγήκα. Βρήκα τους πατέρες Ιερόθεο και Χαράλαμπο να κάθονται στην πίσω βεράντα, που έβλεπε την κοιλάδα και χαμηλότερα την θάλασσα. Το νερό τρεμόπαιζε στο ασημένιο φεγγαρόφωτο και εμείς κοιτούσαμε έναν μοναχικό ψαρά που αρμένιζε στα ανοιχτά και η φιγούρα του ξεχώριζε κόντρα στον πάμφωτο νυχτερινό ουρανό. Η θέα σού έκοβε την ανάσα.
 
            Το σκοτάδι σκέπασε το βουνό και ασυνήθιστοι σχηματισμοί νεφών έρχονταν απαλά από πάνω μας. Ο πάτερ Χαράλαμπος έκαψε ελληνικό καφέ για να διώξει τα κουνούπια. Η Ελλάδα υπέφερε από ξηρασία αυτό το καλοκαίρι, αλλά εδώ όλα φαίνονταν όμορφα και πράσινα. Μέναμε σιωπηλοί σχεδόν όλη την βραδιά κι εγώ ευγνωμονούσα για την ειρήνη και την ησυχία της στιγμής. Ώρες περάσαμε καθισμένοι κάτω από το ουράνιο στερέωμα. Το φεγγάρι πλησίαζε την ορεινή κορυφογραμμή τώρα και σύντομα θα το χάναμε από τα μάτια μας. Ο πάτερ Χαράλαμπος ικέτεψε την βροχή να έρθει και πήγαμε στα κελλιά μας.
 
                                                                        Ήμουν σπίτι μου.
 
                                            Το τατ, τατ, τατ στο παράθυρό μου το επόμενο πρωί
                                                            δεν ήταν κάλεσμα για τον όρθρο.
                                                       Ήταν βροχή που έπεφτε στο τζάμι μου.
                                                           Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή.
 
            Είχα σκοπό να φτάσω στη Μικρά Αγία Άννα, που βρίσκεται στο ψηλό διάσελο που χωρίζει την ανατολική από την δυτική πλευρά της χερσονήσου. Το σκαρφάλωμα σε χιλιάδες σκαλοπάτια, ως την εκκλησία ψηλά, μέσ’ στην εξουθενωτική ζέστη έμοιαζε αβίαστο για τον πάτερ Ιακώβ, έναν καλόγερο που ξαφνικά ξεφύτρωσε από το πουθενά, εκεί που εγώ είχα μουσκέψει στον ιδρώτα. Έριξα νερό στο σβέρκο μου να δροσιστώ. Όταν πιάσαμε στο λιμάνι της Αγίας Άννας θυμήθηκα ένα τραγούδι που η μητέρα μού τραγουδούσε για τον Ιησού που ερχόταν στον Κήπο της Γεθσημανή:
 
                             «Έρχομαι στον κήπο μόνος, κι η δροσιά είναι ακόμα πάνω στα ρόδα.
                                       Τη φωνή που ακούω να με καλεί κανείς δεν την γνωρίζει.
                                                        Εκείνος βαδίζει μαζί μου και μου μιλάει,
                                    λέγοντας ότι είμαι δικός του. Και τη χαρά που μοιραζόμαστε
                                           καθώς παραμένουμε εκεί, κανείς δεν την γνωρίζει».
 
       Συνέχισα να ακούω στο μυαλό μου το τραγούδι και ήξερα ότι θα βάδιζα σε ένα κήπο σήμερα.
 
            Ο πάτερ Ιακώβ έστριψε αριστερά και χάθηκε από τα μάτια μου καθώς τράβηξε πάνω κατά την Μικρή Αγία Άννα. Προχώρησα ανηφορίζοντας μόνος ένα απότομο και στενό μονοπάτι χαραγμένο στον γκρεμό. Αγχωνόμουνα λίγο όταν κοιτούσα κάτω, αλλά με ηρεμούσε το τραγούδι που τραγουδούσα και προσπαθούσα να μην σκέφτομαι το ιλιγγιώδες ύψος καθώς ανέβαινα στο φρύδι του γκρεμού. Ένιωσα μοναξιά και ευχήθηκα να είχα λίγη συντροφιά. Στάθηκα στη σκιά ενός δέντρου για λίγη ξεκούραση καθώς ένα άλλο τραγούδι γέμισε την καρδιά μου:
 
                                                               «Στάσου κάτω απ’ τη σκιά,
                                                                      να βρεις τον Ιησού»
 
                                                     Η μητέρα μου έλεγε αυτό το τραγούδι.
 
            Τότε ακριβώς, ένας νέος άνδρας φάνηκε. Δεν σταμάτησε όταν του πρόσφερα κάτι να φάει και είπε: «Μικρά Αγία Άννα». Τον ακολούθησα σιωπηλός για κάποια απόσταση ώσπου πλησιάσαμε ένα ξέφωτο που έκοβε προς τα μέσα τη ράχη του βουνού. Γύρισε σε μένα και έδειξε το ξέφωτο: «Μικρά Αγία Άννα», είπε προτού χαθεί κάτω στην άλλη μεριά του γκρεμού. Προχώρησα, σίγουρος, καθώς γνώριζα ότι ο Θεός ήταν με το μέρος μου. Το ξέφωτο άνοιξε σε όμορφους κήπους που περιέβαλλαν ένα σπίτι κουρνιασμένο στον γκρεμό προς τα ανατολικά. Είχα φτάσει στην άκρη της χερσονήσου.
 
            Η θύρα άνοιξε και ο πάτερ Σπυρίδων με καλωσόρισε. Μου έκανε νεύμα να τον ακολουθήσω στην κουζίνα και κάθισα στο τραπέζι, καθώς οι μοναχοί μαζεύονταν τριγύρω για καφέ και γλυκό. Μετά το ντους, πήγα πάλι έξω και βρήκα ένα τέλειο μέρος κάτω από μερικές αχλαδιές, όπου σκιτσάρισα αυτό το όμορφο σπιτάκι με τους υπέροχους κήπους του και το μοναστήρι.
 
                                                               Ήμουν και πάλι σπίτι μου.
 
            Ο Χρήστος Κούρτης, ένας άλλος φιλοξενούμενος, με βρήκε να κάθομαι κάτω από τις αχλαδιές με το μπλοκάκι και τα μολύβια μου. «Καλύτερα να ξέρει πάντα ο πάτερ Σπυρίδων πού βρίσκεσαι», μου εξήγησε. Αυτό αποδείχτηκε σημαντική συμβουλή, αφού η μυτερή κορφή του Άθωνα πεταγόταν επικίνδυνα ψηλά πάνω από την Μικρά Αγία Άννα. Συνέχισε: «Όταν σημάνει η καμπάνα είναι ώρα φαγητού». Πάλι ήμουν ευγνώμων για την καθοδήγησή του, αφού είχα ακούσει την καμπάνα πρωτύτερα αλλά δεν ήξερα τι σήμαινε».
 
                                                     Αργότερα το ίδιο βράδυ ο ύπνος ήρθε,
                      καθώς το φεγγαρόφωτο φώτισε μέσα από το παράθυρο του κελλιού μου,
                                                               καλύπτοντας το σώμα μου.
 
            Ύστερα από μία συγκινητική λειτουργία το επόμενο πρωί, ο Χρήστος με κάλεσε να κάνουμε παρέα στον πάτερ Σπυρίδωνα στην κουζίνα, όπου ένας γιγαντιαίος νταβάς γεμάτος με ψάρια, λαχανικά, χόρτα και ελαιόλαδο σιγόβραζε στη φωτιά. Δέχτηκα την πρόσκλησή τους για το μαγείρεμα. Ο πάτερ Σπυρίδων με έμαθε πώς να κάνω την ειδική σούπα της ημέρας, επιτρέποντάς μου να βοηθάω στην προετοιμασία. Μαγείρευα στο Άγιον Όρος, πράγμα που μου έδωσε μεγάλη χαρά.
 
            Σήμερα ήταν η πανήγυρη της Παρθένου Μαρίας. Ένιωσα ευλογημένος που βρισκόμουν στο Όρος αυτή την Ιερή Ημέρα της Παναγίας, της Μητέρας του Θεού. Βοήθησα στο στρώσιμο των τραπεζιών για αυτή την εξαιρετική γιορτή: τα τριζάτα λευκά λινά, τα αστραφτερά κρύσταλλα και η φίνα πορσελάνη καθώς ταιριάζει σε βασιλιάδες.
 
                                                  «Στιγμές σαν και τούτη, λέω ένα τραγούδι,
                                    ένα ερωτικό τραγούδι για τον Ιησού. Στιγμές σαν και τούτη,
                                         λέω ένα τραγούδι, ένα ερωτικό τραγούδι για Εκείνον».
 
            Αυτές οι λέξεις ήρθαν πάλι στο μυαλό μου, καθώς κάθισα συμμετέχοντας στην ιερή γιορτή μαζί με τους άλλους. Τιμούσαμε όλοι μας την Μητέρα του Θεού, προς τιμήν της οποίας είχε ιδρυθεί το Άγιον Όρος.
 
            Βρήκα ξανά τη θέση μου κάτω από τις αχλαδιές και σκιτσάριζα όλο το απόγευμα, ενώ οι μοναχοί έπαιρναν έναν υπνάκο. Όταν τελείωσα τη ζωγραφική μου πήγα στην κουζίνα όπου ο πάτερ Σπυρίδων και ο Χρήστος πέρασαν μία ποδιά γύρω στο λαιμό μου και μου έδωσαν δουλειά να βοηθήσω ξανά με το μαγείρεμα. Στύψαμε πολλά λεμόνια και ανακατέψαμε τον χυμό με χορταρικά, προτού περιχύσουμε το μίγμα πάνω στο ψητό ψάρι. Φρέσκια πράσινη σαλάτα, τυρί, φρέσκα φρούτα και κέικ ακολούθησαν το γεύμα. Η ημέρα της Παναγίας ήταν στ’ αλήθεια ευλογημένη και άγια.
 
            Ξύπνησα. Στείλανε τον Χρήστο να με πάρει πριν το χάραμα για την λειτουργία των 4 στο πιο βόρειο σημείο της Μικράς Αγίας Άννας. Σκαρφαλώσαμε με το φεγγαρόφωτο διασχίζοντας τον κήπο. Η λειτουργία μας έφερε δάκρυα στα μάτια, καθώς οι καρδιές μας ήταν ευλογημένες. Άκουσα ανθρώπους να κλαίνε από τα βάθη της ψυχής τους. Το φεγγάρι μετέωρο πάνω από τη θάλασσα και τότε ο ουρανός πήρε να ροδίζει αργά, καθώς ο ήλιος ανάτειλε και η λειτουργία τελείωσε. Ο πάτερ Σπυρίδων πρόσφερε ένα υπέροχο πρόγευμα, κάτι φουσκωτά γλυκίσματα με μέλι, κανέλλα, ζάχαρη και φρούτα ανάμικτα. Μια μικρή ομάδα κατεβήκαμε στο χείλος του γκρεμού ακολουθώντας το στενό μονοπάτι. Μουλάρια κουβαλούσαν τα μπαγάζια μας, ενώ ο σκύλος του πάτερ Σπυρίδωνα, οδηγός μας, προπορευόταν τριποδίζοντας.
 
            Έφτασα πίσω στις Καρυές, όπου οι πατέρες Ιερόθεος και Χαράλαμπος με περίμεναν με ένα θαυμάσιο γεύμα. Αργότερα την ίδια μέρα σχεδίασα ένα λιόδεντρο, μετά έκανα το πρώτο από τα δύο σκίτσα του πάτερ Χαράλαμπου εκεί που καθόταν έξω. Έβλεπα ένα φεγγάρι κόκκινο σαν αίμα να σηκώνεται πάνω από τον ορίζοντα και να λαμποκοπά, ροδαλό μονοπάτι ως την ακτή. Ένιωσα την αγιότητα, την δημιουργία του Θεού στον ουρανό και τελείωσα το πορτραίτο στη σιωπή. Φάγαμε και επισκεφτήκαμε με φίλους τον οικοδεσπότη μας μετά το δείπνο, συζητώντας στο φως των κεριών. Γυρίσαμε στο σπίτι, με τα στομάχια μας ικανοποιημένα. Ο ύπνος γέμισε το σπίτι.
 
                                         Σήμερα ξύπνησα και στο μυαλό μου είχα μια φράση
                                                από ένα τραγούδι που έλεγε η μητέρα μου:
                                         «κάνε με έναν γλυκό, γλυκό ήχο μέσα στο αυτί σου».
 
            Τα κάθετα και οριζόντια στοιχεία της κατασκευής του σπιτιού ήταν τέλεια συντηρημένα, αλλά τα σκαλοπάτια έτριζαν σε κάθε βήμα καθώς ακολουθούσα τον πάτερ Χαράλαμπο επάνω στη βιβλιοθήκη. Ριγώντας από την συγκίνηση βρέθηκα σ’ αυτό το δωμάτιο με βιβλία αιώνων και ένα υπέροχο βυζαντινότροπο τζάκι. Σχεδίασα το τζάκι για τις έρευνές μου στη Νέα Υόρκη, με την ελπίδα να ενσωματώσω κάποτε τις μοναδικές του σχεδιαστικές λεπτομέρειες στο σπίτι κάποιου πελάτη.
 
            Ένα μεγάλο, παλαιό δερματόδετο λεύκωμα ήταν ακουμπισμένο στη βιβλιοθήκη. Το άνοιξα και ανακάλυψα ότι πολλές από τις σελίδες του είχαν μείνει αδειανές, παρόλη την ηλικία του. Γεμάτος αυτοπεποίθηση ότι θα μπορούσα να ολοκληρώσω ένα δεύτερο σκίτσο του πάτερ Χαράλαμπου σε ένα απόγευμα, του ζήτησα την άδεια να ζωγραφίσω σε μία από τις κενές σελίδες. Αργότερα, βυθίστηκα στα βιβλία ολόγυρά μου στη βιβλιοθήκη. Μερικά ήταν στα αγγλικά αλλά τα περισσότερα στα ελληνικά, με στοιχεία που ποίκιλλαν από τον έναν αιώνα στον άλλο. Άκουγα τον πάτερ Χαράλαμπο να εργάζεται κάτω, ενώ εγώ μελετούσα εκείνους τους τόμους που μύριζαν κλεισούρα.
 
            Κατεβαίνοντας τα ετοιμόρροπα σκαλοπάτια παρατηρούσα τα αρχαία δοκάρια της στέγης, που με μάγευαν. Θυμήθηκα άλλη μία από τους λόγους του Ιησού που η μητέρα μου επαναλάμβανε συχνά:
 
                                           Στον οίκο του πατέρα μου υπάρχουν πολλές οικοδομές.
                                          Αν δεν ήταν έτσι θα σου το ’χα πει. Πηγαίνω να ετοιμάσω
                                 μια θέση για σένα. Έτσι, όπου πάω εγώ, μπορείς κι εσύ να έρθεις».
 
            Τώρα κατάλαβα το νόημα αυτού του λόγου. Βρισκόμουν σε έναν τόπο με οικοδομές ή δωμάτια, σαν εκείνο τον τόπο για τον οποίο μιλούσε ο Ιησούς. Είχα ένα μέρος να αναπαυθώ, όπως έκαναν οι μοναχοί και οι φιλοξενούμενοί τους. Ήμασταν όλοι μαζί σε ένα σπίτι, αλλά κι ο καθένας μας είχε το δικό του δωμάτιο, την δική του οικοδομή. Πάντα αναρωτιόμουν για το νόημα αυτού του στίχου και τώρα κατάλαβα. Θυμήθηκα ένα άλλο τραγούδι από την παιδική μου ηλικία:
 
                               Μ’ αρέσει να πω την ιστορία. Θα καμαρώνω λέγοντας την παλιά,
                                       την τόσο παλιά ιστορία του Ιησού και της αγάπης του.
                                                                         Ένιωσα αγάπη».
 
            Η γλυσίνα έριχνε τη σκιά της στον πάτερ Χαράλαμπο καθώς του έκανα το πορτραίτο. Ο πάτερ Ιωαννίκιος γύρισε από την επίσκεψη που είχε κάνει στο χωριό των συγγενών του, με νέα από τρομερές φωτιές που κατάκαιγαν την Πελοπόννησο. Τέλειωσα το πορτραίτο. Ο ήλιος βασίλευε πίσω από το βουνό και μία πύρινη ολοπόρφυρη σφαίρα κρεμόταν πάνω από την θάλασσα. Διέκρινα τα πρώτα αστέρια στον ουρανό. Τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Αυτή ήταν η τελευταία βραδιά της πρώτης μου επίσκεψης στο Άγιον Όρος. Το φεγγάρι άσπρισε καθώς η νύχτα σκέπαζε το διάστημα.
 
                                                                     Ήρθε η ανάπαυση.
                                                                        Έφτασε η αυγή.
 
                        «Με τα φτερά ενός χιονάτου περιστεριού ο Θεός έστειλε κάτω την αγνή,
                      γλυκιά του αγάπη. Με ένα νεύμα από ψηλά, με τα φτερά ενός περιστεριού».
 
                 Θυμήθηκα τη μητέρα μου να λέει αυτό το τραγούδι όταν ήμουν ένα μικρό αγόρι.
 
                                          Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Παντοδύναμος Θεός,
                                                 ο Τριαδικός Θεός, η Ευλογημένη Τριάδα.
 
               Τώρα, περισσότερο από ποτέ, κατάφερα να καταλάβω τις διδαχές της μητέρας μου.

​                                                              Το λεωφορείο είχε γεμίσει.
 
 
 
Μετάφραση: Φαίδων Χατζηαντωνίου]]>
<![CDATA[Mount Athos]]>Mon, 30 Jun 2008 21:00:00 GMThttp://xn--jxakcfikcbmn4ae0awj1a.com/short-stories/mount-athos                    ​                                                     Mount Athos
                                                                                by
                                                                           Lord Joël
 
         Serenely floating, gently guided by the rippling water, I felt ethereal among the elements.  The blue heavens wrapped the earth with peace as the sky lifted an eyelid to reveal a mountain.  I floated further eastward, caressing the water with my palms.  I had been swimming here with my friends for several days now.   “What mountain is that?”  I asked.  It seemed to appear out of nowhere, with such majesty and mystery; why hadn’t I noticed it before?  “That is Mount Athos,” someone answered.  With the closing of an eyelid, it disappeared behind the clouds as quickly and quietly as it had first appeared.  “Why don’t you go there?”  Someone else suggested.
 
         Halfway between sleep and consciousness, my friend Sofia and I searched for Father Ierotheos, who had agreed to escort me to Mount Athos.  We’d never met but Sofia pointed him out to me.  “There are no more seats available on this bus.  Take the next one and I will wait for you at Ouranoupolis,” he said.  Some of the pilgrims had traveled for days, even weeks, on their journey to the holy mountain.  In the darkness just before dawn, the morning was illuminated by their beatitude spirit with hope, faith, love and a peaceful joy.
 
                              My mom always said: “A small candle can light a path in darkness".
                         Surely this group could light the world, I thought, as I listened for English
                                                              among the foreign tongues.

         The tower at Ouranoupolis was my first glimpse of the glorious Byzantine architecture that dots the landscape of Mount Athos.  Father Ierotheos had waited for me to arrive and my heart was full with him at my side.  The sun had risen during my morning journey from Thessaloniki and I could see clearly the winding road and hills covered with blossoming thyme and bright blue beehives, promising a flavorful harvest of golden honey.  He put his pillow-soft hand around mine and guided me through customs and onto the boat destined for Port Dafni.  Although he held just my hand, I felt wrapped securely from head to toe.  Have you ever felt that way from just a touch or loving glance?                                                               
 
         When I was a little boy my dad let me rest my head on his knee and he would place his hand on the side of my head, covering my ear.  Now, years later, I felt the same warmth, love and security walking with Father Ierotheos that I had experienced as a child.
 
         “I will sit here while you go to the top deck for a better view, “he said in his broken English.  The sea was teaming with life and the air was filled with music as the birds sang overhead.  I felt that I was in a truly holy place.  After a little more than an hour we arrived at Port Dafni.
 
         The bus strained under the weight of the passengers and their luggage as it made its way up the winding slopes to Karyes, Mount Athos’ town center.  Father Ierotheos guided me to a small restaurant where we dined on a delicious lunch. 
 
         Climbing, descending, climbing again and hugging the mountainside along the eastern terrain we arrived at the Monastery of the Great Lavra, the first monastery I visited on my sojourn.  The gate was open and the ancient cobblestones lay quietly in the afternoon sunlight, as did the monks in their cells.  The faintest sweet fragrance, wafting from the church entrance, permeated the air.  A table set with coffee and sweets indicated that we were clearly welcome here.  I added my name to those of the many pilgrims who had been here before me in the guest book, which was bound with stiff, tattered leather.  Country of origin? U.S.A., I wrote.  Religion?  Protestant.
 
         I was born in a small town in northern Georgia and raised on a farm where my parents produced sorghum syrup, bell peppers and collard greens for the local farmers market.  I was thousands of miles from the Blue Ridge Mountains of my youth now, yet I still felt completely at home.
 
         When our rooms were being assigned, Pietro and his dad, Ivano, invited me to share a cell with them.  They were from Milan and Thessaloniki but spoke English, which both comforted and delighted me.  I welcomed their invitation to share their cell along with a Romanian man named Andrea.
                                                                                                           
         That afternoon, as I walked along the ancient walls that had seen saints, wars, miracles, disease and famine, I felt humbled.  A small gate across the door of an out-building offered a view of the piles of bones of monks who had lived and died there.  Andrea explained the burial rites surrounding the bones of Mount Athos and the legend proved to be true: the bones did have an oddly sweet fragrance.  A monk directed us to a rock where pre-Christian rituals had been held.  As I turned around in the breeze, the view of the Great Lavra took center stage, resting at the sea’s edge and framed by fig trees bursting with ripe, golden fruit.  “God has kept this site for more than a thousand years, “ I thought, “as promised to Saint Athanasius and his fellow ascetics, giving evidence that faith is truly the substance of things hoped for and the evidence of things not seen.”
 
                     Tat, tat, tat, tat.  Tat, tat, tat, tat. Tat, tat, tat, tat sounded from the courtyard.
                       The calming rhythm calling the monks and pilgrims for afternoon prayer
                                                       grew louder and then softer again.
 
         The high-backed wooden seats are not designed for comfort, yet somehow are comfortable.  I sat in the back alcove of the church to listen and observe.  I saw a young monk carrying a censer passing by the praying monks and icons of the saints before he came upon me.  I made the sign of the cross as I had seen others do so many times today.  I wanted to be part of this moment, this history, this beauty in giving thanks to God, the Father, Jesus, the Son and the Holy Ghost, the Spirit of God.  I wanted to be part of this prayer for mercy for all mankind.  My heart was filled with joy, thanks and praise to God.
 
                          I thought of a quote my mom used to say from the teachings of Jesus: 
                                                 “Fear not for I have overcome the world.”
 
                                                                           I felt at home.
 
         The marble tabletop was smooth from years of use.  The murals on the walls and the hand-painted coffered ceiling beams evoked reverence in a quiet moment of joy as the monks served us our supper.  An evening service was held in the church afterwards.  I welcomed sleep after the long journey and woke once again to the tat, tat, tat, tat at 3:00 a.m.  The chains were pulled and the incense was lit inside the church.  Candles illuminated the way to early morning prayers, and I remembered another teaching form my youth:      
                                                                             
                                                   “At moments like these, I sing out a song
                                                            I sing out a love song to Jesus. “
 
          My mother had taken ill almost three years before I made this journey.  As a result of her declining health, my soul “howled like a jackal and mourned like an owl.”  It occurred to me at this very moment that God had directed me to Mount Athos to heal, and that the healing had already begun.        
 
         I took a small bus back to Karyes the next morning with Pietro and Ivano.  Father Ierotheos gave walking directions to me to the house where I found him sitting at the kitchen table.  We crossed our hearts before entering a small doorway illuminated by two candles on each side.  I had to crouch and step up at the same time, but once inside I could lift my head enough to see the most magnificent icons lining the church walls.  Father Ierotheos kissed three of the icons and crossed himself; I followed.  The sun traced the window’s silhouette on the floor and light pierced the swirling trails of incense smoke.  He took my hand and we turned to see two more icons representing Saints Peter and Paul.  These were the oldest icons on Mount Athos and this church, built upon an ancient church foundation dating to 910 A.D., is the oldest church on the mountain.
 
         I was to sleep here, in a simple cell in this little monastery with more history than any other structure on Mount Athos.  As Father Ierotheos walked me to my room I felt love.  My cell was perfect.  Again my mind remembered the song my mom used to sing:

                                               “At moments like these, I sing out a song
                                                       I sing out a love song to Jesus.”
                                                                                         
         I asked Father Haralambos if I could help with the housework; he replied “God will help me.”  Father Ioannikios joined us and welcomed me to his home.  “I can only understand fifty-percent of your English, and with bad ears I can’t hear the other fifty-percent,” he said jokingly.  Following lunch, the Fathers retired to their cells for a rest, so I took my sketchpad and pencils and stood outside near the ancient foundation and sketched a fig branch.  A tall cypress tree framed the pinnacle of Mount Athos to the distant right.  The sea was in front of me.  Time passed and Father Haralambos fetched me.
 
                                                                      It was suppertime.
 
         The sun was high in the sky this August evening and I was very excited to be outside, drawing the house.  The Byzantine stone walls, multileveled roofline and surrounding landscape made for a perfect setting.  A full moon rose from the sea while the sky was still light, but I needed that light to remain in order to finish this drawing.  The moon crossed behind the cypress tree and would soon be directly over the house.  I sketched the moon in and added a few more lines to indicate the atmospheric sky; the clouds seemed to be writing messages over the mountain’s jagged contours.  The light held just long enough for me to finish.  I went inside to put the drawing away, then went back outside.  I found Fathers Ierotheos and Haralambos sitting on the back terrace, which overlooked the valley and the sea beyond.  The water flickered in the silvery moonlight and we could see a lone fisherman sailing in the distance, silhouetted against the luminous night sky.  The view was breathtaking.
 
         Darkness covered the mountain and unusual cloud formations wafted overhead.  Father Haralambos burnt Greek coffee to repel the mosquitoes.  Greece was suffering from a drought this summer, but here everything looked beautiful and green.  We sat in silence most of this evening and I was grateful for the peace and quiet of the moment.  Hours passed sitting there under the heavens.  The moon was nearing the mountain ridge now and would soon be out of sight.  Father Haralambos implored the rain to come and we went to our cells. 
 
                                                                            I was home.
 
                                                        The tat, tat, tat at my window the next
                                                      morning was not the call for early church
                                                services.  It was rain falling on my windowpane.
                                                                                                                    
                                                                      God heard the prayer.
 
         My goal was to reach Mikra Agia Anna (“Little Saint Anne”), which sits on the high ridge separating the eastern and western sides of the peninsula.  Climbing thousands of steps up to the church in the scorching heat seemed effortless for Father Jacob, a monk who suddenly appeared out of nowhere, while I was drenched with sweat.  I poured water down the back of my neck to cool off.  When we docked at Port Agia Anna, I remembered a song Mom used to sing to me about Jesus coming to the Garden of Gethsemane:
 
                                              “I come to the garden alone with the dew still on
                                           the roses and the voice I hear calling in my ear none
                                             other has ever known and He walks with me and
                                           He talks with me and tells me I am his own and the
                                              joy we share as we tarry there, none other has
                                                                             ever known.”
 
           I kept hearing the song in my mind and knew that I would walk alone to a garden today.
 
         Father Jacob turned left and disappeared out of sight as he continued on to Skete Agia Anna.  I walked alone up a steep and very narrow path cut into the cliffs.  I was a bit nervous when I looked down, but singing the song to myself calmed me and I tried not to focus on the dizzying height as I climbed up along the mountain’s edge.  I felt alone and wished for some company.  I stopped in the shadow of a tree for some refreshment as another song filled my heart:
 
                                            Standing somewhere in the shadow, you’ll find Jesus.”

                                                              My mom used to sing this song.
                                                                                                  
         Just then, a young man appeared.  He didn’t stop when I offered him something to eat and called out “Mikra Agia Anna.”  I followed behind him in silence for a distance until we neared a clearing that cut inward through the mountain’s ridge.  He turned to me and pointed to the clearing:  “Mikra Agia Anna,” he said before vanishing down the other side of the cliff.  I walked on, sure in the knowledge that God was at my side.  The clearing opened onto beautiful gardens surrounding a house perched on the eastward-facing cliffs.  I had arrived at the tip of the peninsula.
 
         The door opened and Father Spiridon welcomed me.  He motioned for me to follow him to the kitchen and I sat at the table as the monks gathered round for coffee and sweets.  After bathing, I went back outside and found a perfect spot under some pear trees, where I sketched this beautiful little house with its magnificent gardens and monastery. 
 
                                                                   I was home once more.
 
         Christos Kourtis, another guest, found me sitting under the pear trees with my sketchpad and pencils.  “It’s best to let Father Spiridon know where you are at all times,” he explained.  This turned out to be important advice, since Mount Athos’ pinnacle soared perilously high above Mikra Agia Anna.  He continued:  “When the bell rings, it’s time to join everyone for supper.”  Again, I was grateful for his guidance since I’d heard the bell earlier but didn’t know what it signified.
 
                                                        Later that evening sleep came to me
                       as the moonlight shone through the window of my cell, blanketing my body.
 
         After a moving church service the next morning, Christos invited me to join Father Spiridon in the kitchen where a giant pot filled with fish, vegetables, herbs and olive oil was simmering on the stove.  I accepted their invitation to join in the cooking.  Father Spiridon taught me how to make the special soup of the day, allowing me to assist with the preparation.  I was cooking on Mount Athos, which gave me great joy.
                                                                                         
         Today was the Holy Day for the Virgin Mary.  I felt blessed to be on the mountain for this Holy Day to Panaghia, Mother of God.  I helped set the tables for a special holiday feast: the crisp white linens, sparkling crystal and fine china were fit for a king.
 
                                                      “At moments like these, I sing out a song.
                                          I sing out a love song to Jesus.  At moments like these,
                                                I sing out a song, I sing out a love song to him.”
 
        These words came to my mind again while I sat partaking of the holy feast with the others. 
​            We were all honoring the Mother of God, in whose honor Mount Athos was founded.
 
         I found a seat under the pear trees again and sketched all afternoon while the monks napped.  When I finished my drawing I walked over to the kitchen where Father Spiridon and Christos hung an apron around my neck and assigned me to help with the cooking once more.  We chopped the freshest, most fragrant parsley and dill while the fish cooked over the fire.  We squeezed many lemons and mixed the juice with the herbs before pouring the mixture over the grilled fish.  Fresh green salad, cheese, fresh fruit and cake followed the meal.  Panaghia’s Day was truly blessed and holy.
 
         I awoke.  Christos came to fetch me before sunrise for a 4:00 a.m. church service at the northernmost point of Mikra Agia Anna.  We climbed uphill by moonlight through the garden. The service brought us to tears as our hearts were blessed.  I heard men cry from the depths of their souls.  The moon hovered over the sea and then the sky slowly turned pink as the sun rose and the service ended.   Father Spiridon served a delicious breakfast of puffed pastries with honey, cinnamon, sugar and mixed fruit.  A small group of us made our way down the edge of the cliff along the narrow path.  Mules carried our bags while Father Spiridon’s dog trotted on ahead, serving as our guide.
 
         I arrived back in Karyes, where Fathers Ierotheos and Haralambos were waiting for me with a delicious meal.  Later that day I sketched an olive branch, then made the first of two sketches of Father Haralambos while sitting outside.  I watched a blood-red moon awaken, rising on the horizon and forming a glistening, pink path leading from itself to the shore.  I felt the holiness of God’s handiwork in the sky and finished the portrait in silence.  We ate and visited with friends of our host after supper, conversing by candlelight.  We drove home, our stomachs satisfied.  Sleep filled the house.
 
                             Today I woke up thinking of a phrase from a song Mom used to sing:
                                                 “Make me a sweet, sweet sound in your ear.”
 
         The post and lintel construction of the ancient house was perfectly preserved, but the steps creaked with each footstep as I followed Father Haralambos upstairs to the library.  I was thrilled to be in this room with books that were centuries old and a magnificent Byzantine-style fireplace.  I sketched the fireplace for my research file back home in New York, with the hope of incorporating its unique design elements into a client’s home one day.
 
         A large, antique leather-bound album rested on a shelf in the library.  I opened it and discovered that many of its pages remained empty despite its age.  I felt confident that I could finish a second sketch of Father Haralambos in one afternoon and asked his permission to draw on one of the unused pages.  Later on, I became deeply immersed in the books surrounding me in the library.  Some of them were in English but most were in Greek, with typefaces that varied from one century to the next.  I could hear Father Haralambos working downstairs while I perused the musty volumes.
 
         As I descended the rickety stairs I examined the ancient rafters, which fascinated me.  I remembered another of Jesus’ sayings that my mom used to repeat:
 
                                                   “In my Father’s house are many mansions.
                                                      If it were not so, I would have told you. 
                        I go to prepare a place for you.  So, where I go, there you  may be also.”
                                                                                         
         Now I understood the meaning of this saying.  I was in a place with mansions or rooms like the one Jesus spoke of.  I had a place to rest, as did the monks and their guests.  We were all together in one house, yet we each had our own room or mansion.  I’d always wondered about the meaning of that verse and now I understood.  I remembered another song from my childhood:


                                                                  “I love to tell the story. 
                      It will be my theme in glory to tell the old, old story of Jesus and his love.”
                                                                           I felt love.

         The wisteria vine provided shade for Father Haralambos while I sketched his portrait.  Father Ioannikios returned from visiting his family’s village with reports of terrible fires in the Peloponnese.  I finished the sketch.  The sun was setting behind the mountain and a fiery red sphere hung over the sea.  I could see the first stars in the sky.  The birds were singing overhead.  This was the last evening of my first visit to Mount Athos.  The moon turned white as the night covered the heavens.
 
                                                                           Rest came.
                                                                        Dawn arrived.


                        “On the wings of a snow white dove, God sent down his pure, sweet love. 
                                              With a sign from above, on the wings of a dove.”

                           I remembered my mother singing this song when I was a little boy.
                     Holy, holy, holy Lord God Almighty, God in Three persons, Blessed Trinity.

                    Now more than ever I had come to understand the teachings of my mother.

                                                                 The bus was packed.


Copyright 2008 Joel Allen
 

]]>