Αρμενίζοντας εν αιθρία, γλυκά σπρωγμένος από τον ελαφρό κυματισμό του νερού, ένιωθα αιθέριος ανάμεσα στα στοιχεία της φύσης. Τα γαλανά ουράνια τύλιγαν τη γη με ειρήνη, καθώς ο ουρανός ανασήκωσε το βλέφαρο αποκαλύπτοντας ένα βουνό. Γλίστρησα ανατολικότερα, χαϊδεύοντας το νερό με τις παλάμες μου. Κολυμπούσα εδώ με τους φίλους μου, κάμποσες μέρες τώρα. «Τι βουνό είναι εκείνο;» ρώτησα. Σα να φύτρωνε από το πουθενά, με τόσο μεγαλείο και μυστήριο. Γιατί δεν το είχα προσέξει προηγουμένως; «Είναι ο Άθωνας», απάντησε κάποιος. Μέσα σ’ ένα πετάρισμα του βλέφαρου χάθηκε πίσω από τα σύννεφα όσο γρήγορα και ήσυχα είχε πρωτοφανερωθεί. «Γιατί δεν πας εκεί;», πρότεινε κάποιος άλλος. Μεταξύ ύπνου και ξύπνου, η φίλη μου η Σοφία κι εγώ ψάξαμε για τον πατέρα Ιερόθεο, που είχε συμφωνήσει να με συνοδεύσει στον Άθωνα. Δεν γνωριζόμασταν, αλλά η Σοφία μου τον σύστησε. «Δεν υπάρχουν άλλες θέσεις σ’ αυτό το λεωφορείο. Πάρε το επόμενο και θα σε περιμένω στην Ουρανούπολη», είπε. Μερικοί προσκυνητές ταξίδευαν μέρες, ακόμα και εβδομάδες, για να φτάσουν στο Άγιον Όρος. Στο σκοτάδι, μόλις πριν το χάραμα, το πρωινό φωτίστηκε από την μακαριότητα του πνεύματός τους με ελπίδα, πίστη, αγάπη και μια ήρεμη χαρά. Η μητέρα μου έλεγε: «Ένα μόνο κεράκι μπορεί να φωτίσει ένα σκοτεινό μονοπάτι». Σίγουρα, αυτή η ομάδα μπορεί να φωτίσει τον κόσμο, σκέφτηκα, καθώς έστησα το αυτί μου, μήπως διακρίνω καμιά αγγλική λέξη ανάμεσα στις τόσες ξένες γλώσσες. Ο πύργος της Ουρανούπολης ήταν η πρώτη μου φευγαλέα ματιά στην ένδοξη βυζαντινή αρχιτεκτονική που διαστίζει το αγιορείτικο τοπίο. Ο πάτερ Ιερόθεος με περίμενε και η καρδιά μου είχε πληρωθεί από την παρουσία του στο πλάι μου. Ο ήλιος είχε ανατείλει όσο ταξίδευα από τη Θεσσαλονίκη και μπορούσα να δω καθαρά τις κορδέλες του δρόμου και τους λόφους σκεπασμένους από ευωδιαστό θυμάρι και γαλάζιες κυψέλες, που υπόσχονταν μιαν εύγευστη συγκομιδή χρυσού μελιού. Απαλό σαν πουπουλένιο μαξιλάρι, το χέρι του πήρε το δικό μου και με πέρασε μέσα από τον έλεγχο και πάνω στο πλοίο για το λιμάνι της Δάφνης. Αν και έπιανε μόνο το χέρι μου, ένιωσα να με τυλίγει προστατευτικά απ’ την κορφή ως τα νύχια. Νιώσατε ποτέ έτσι από ένα μόνο άγγιγμα ή ένα βλέμμα αγάπης; Όταν ήμουν μικρός ο πατέρας μου με άφηνε να ξεκουράζω το κεφάλι μου στο γόνατό του κι εκείνος ακουμπούσε το χέρι του στο πλάι του κεφαλιού μου, σκεπάζοντας το αυτί μου. Τώρα, τόσα χρόνια μετά, βαδίζοντας με τον πατέρα Ιερόθεο, ένιωσα την ίδια θέρμη, αγάπη και σιγουριά που είχα δοκιμάσει παιδί. «Θα κάθομαι εδώ, όσο εσύ θα πας στο κατάστρωμα που έχει καλύτερη θέα», είπε με τα σπασμένα αγγλικά του. Ζευγαρωμένη η θάλασσα με τη ζωή κι ο αέρας είχε γεμίζει μουσική, καθώς τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Ένιωσα ότι βρισκόμουν πραγματικά σ’ έναν ευλογημένο τόπο. Μετά από λίγο περισσότερο από μιαν ώρα φτάσαμε στο λιμάνι της Δάφνης. Το λεωφορείο ζοριζόταν κάτω από το βάρος των επιβατών και των αποσκευών τους καθώς ανέβαινε τα φιδογυρίσματα του δρόμου στα υψώματα προς τις Καρυές, της πρωτεύουσας του Αγίου Όρους. Ο πάτερ Ιερόθεος με οδήγησε σε ένα μικρό εστιατόριο όπου είχαμε ένα υπέροχο γεύμα. Ανεβαίνοντας, κατεβαίνοντας, ανεβαίνοντας ξανά και αγκαλιάζοντας την πλαγιά του βουνού από την ανατολική μεριά, φτάσαμε στη Μεγίστη Λαύρα, το πρώτο μοναστήρι που επισκέφτηκα. Η πύλη ήταν ανοιχτή και τα αρχαία λιθόστρωτα ξάπλωναν γαλήνια στο φως του απογευματινού ήλιου, όπως έκαναν και οι μοναχοί στα κελλιά τους. Η ελαφρότατη γλυκιά ευωδία, φερμένη απαλά από την είσοδο της εκκλησίας, διαπέρασε τον αέρα. Ένα τραπέζι με καφέ και γλυκά έδειχνε ξεκάθαρα ότι ήμασταν καλοδεχούμενοι εδώ. Πρόσθεσα το όνομά μου κάτω από τα τόσα των προσκυνητών που είχαν προηγηθεί στο βιβλίο των επισκεπτών, που ήταν δεμένο με σκληρό φθαρμένο δέρμα. Χώρα προέλευσης; ΗΠΑ, έγραψα. Θρήσκευμα; Προτεστάντης. Γεννήθηκα σε μία μικρή πόλη στην βόρεια Τζόρτζια και μεγάλωσα σε μία φάρμα όπου οι γονείς μου παρήγαγαν μελάσα σόργου, πολύχρωμες πιπεριές και λαχανικά. Ήμουν τώρα χιλιάδες μίλια μακριά από τα Όρη Μπλου Ριτζ της νεότητάς μου, κι όμως ένιωθα σαν στο σπίτι μου. Όταν επρόκειτο να μας δώσουν δωμάτια, ο Πιέτρο και ο πατέρας του, ο Ιβάνο, με κάλεσαν να μοιραστώ ένα κελλί μαζί τους. Ήταν από το Μιλάνο και τη Θεσσαλονίκη αλλά μιλούσαν αγγλικά, γεγονός που μου προξένησε ανακούφιση και ευχαρίστηση. Ευχαρίστως δέχτηκα την πρόσκληση να μοιραστώ το κελλί τους μαζί με ένα Ρουμάνο που τον έλεγαν Αντρέα. Εκείνο το απόγευμα, ενώ βάδιζα κατά μήκος των αρχαίων τοίχων που είχαν δει αγίους, πολέμους, θαύματα, αρρώστιες και λιμούς, ένιωσα ελάχιστος. Πίσω από ένα μικρό κάγκελο στην πόρτα ενός κτιρίου έξω από το μοναστήρι διακρίνονταν στοίβες από οστά μοναχών που είχαν ζήσει και πεθάνει εκεί. Ο Αντρέα εξήγησε ότι ο θρύλος για την ταφή και τα οστά του Αγίου Όρους ήταν αληθινός: τα οστά είχαν μία ευωδία παράξενα γλυκιά. Ένας μοναχός μας πήγε σε ένα βράχο όπου τελούνταν προχριστιανικές τελετές. Καθώς έστρεψα το πρόσωπό μου στο αεράκι, η θέα της Μεγίστης Λαύρας κατέλαβε το κέντρο του βλέμματός μου: στεκόταν στην απώτατη άκρη της θάλασσας στεφανωμένη από συκιές φορτωμένες χρυσά φρούτα. «Ο Θεός συντηρεί αυτόν τον τόπο περισσότερα από χίλια χρόνια», σκέφτηκα, «όπως το υποσχέθηκε στον άγιο Αθανάσιο και στους ασκητές συντρόφους του, αποδεικνύοντας ότι η πίστη είναι πραγματικά η ουσία όσων ελπίζουμε και η απόδειξη όσων δεν βλέπουμε». Τατ, τατ, τατ, τατ. Τατ, τατ, τατ, τατ. Τατ, τατ, τατ, τατ ακουγόταν από την εσωτερική αυλή. Η ένταση του ανακουφιστικού ρυθμού πουκαλούσε μοναχούς και προσκυνητές για τον εσπερινό μεγάλωσε και μετά αδυνάτισε. Τα στασίδια δεν είχαν γίνει για να είναι άνετα, παρόλο ότι κατά κάποιον τρόπο ήταν. Κάθισα πίσω από το χώρισμα του ναού για να ακούω και να παρατηρώ. Είδα έναν νεαρό μοναχό που κρατούσε το θυμιατό και το περνούσε κοντά από τους ευλαβείς μοναχούς και μπροστά από τις εικόνες προτού περάσει από κοντά μου. Έκανα τον σταυρό μου, έχοντας παρατηρήσει ότι πολλοί σταυροκοπιούνταν επανειλημμένα κατά την διάρκεια της ημέρας. Ήθελα να γίνω μέρος αυτής της στιγμής, αυτής της ιστορίας, αυτού του κάλλους, ευχαριστώντας τον Θεό, τον Πατέρα, τον Ιησού, τον Υιό, και το Άγιο Πνεύμα, το Πνεύμα του Θεού. Ήθελα να είμαι μέρος αυτής της ευχαριστήριας προσευχής για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας. Η καρδιά ξεχείλιζε από χαρά, ευχαριστία και προσευχή στον Θεό. Σκέφτηκα μία κουβέντα που η μητέρα έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού: «Μη φοβάσαι, γιατί εγώ νίκησα τον κόσμο». Ένιωσα σπίτι μου. Το μαρμάρινο τραπέζι ήταν λειασμένο από την μακραίωνη χρήση. Οι τοίχοι και τα δοκάρια της οροφής με τα φατνώματα προκαλούσαν τον σεβασμό αυτή τη στιγμή της ήρεμης χαράς, ενώ οι μοναχοί μας σερβίριζαν το δείπνο. Η βραδινή λειτουργία θα ακολουθούσε στον ναό. Ο ύπνος έφτασε στην ώρα του μετά το μακρύ ταξίδι και ξύπνησα πάλι με τον ήχο τατ, τατ, τατ, τατ στις τρεις το πρωί. Οι αλυσίδες είχαν τραβηχτεί και το θυμίαμα είχε ανάψει στον ναό. Τα κεριά φώτιζαν την πορεία ως τον όρθρο και θυμήθηκα ένα άλλο μάθημα της νεότητάς μου: «Στιγμές σαν κι ετούτη, λέω ένα τραγούδι, ένα ερωτικό τραγούδι για τον Ιησού». Η μητέρα μου είχε αρρωστήσει σχεδόν τρία χρόνια προτού κάνω αυτό το ταξίδι. Ως συνέπεια της φθίνουσας υγείας της η καρδιά μου «ούρλιαζε σαν τσακάλι και θρηνούσε σαν κουκουβάγια». Μου έλαχε ακριβώς τότε ο Θεός να με οδηγήσει στο Άγιον Όρος να γιατρευτώ, κι η θεραπεία είχε κιόλας αρχίσει. Επέστρεψα με ένα μικρό λεωφορείο στις Καρυές την επόμενη μέρα με τον Πιέτρο και τον Ιβάνο. Ο πάτερ Ιερόθεος μου είχε δώσει οδηγίες πώς να φτάσω με τα πόδια στο σπίτι όπου τον βρήκα να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Κάναμε τον σταυρό μας προτού περάσουμε από μία πορτούλα φωτισμένη από δυο κεριά στην κάθε πλευρά. Έπρεπε να διπλωθώ και συγχρόνως να ανεβώ ένα σκαλί, αλλά μόλις μπήκα μπόρεσα να σηκώσω το κεφάλι μου τόσο ώστε να αντικρίσω τις πιο υπέροχες εικόνες στους τοίχους του ναού. Ο πάτερ Ιερόθεος ασπάστηκε τρεις από τις εικόνες και σταυροκοπήθηκε. Τον μιμήθηκα. Ο ήλιος σχημάτισε το περίγραμμα του παραθύρου στο δάπεδο, το φως διαπερνούσε το θυμίαμα που στροβιλιζόταν. Πήρε το χέρι μου και στραφήκαμε προς δύο άλλες εικόνες που παρίσταναν τους αγίους Πέτρο και Παύλο. Αυτές ήταν οι αρχαιότερες εικόνες στο Άγιον Όρος και αυτός ο ναός, χτισμένος πάνω στα θεμέλια ενός αρχαίου ναού του 910 μ.Χ., είναι η αρχαιότερη εκκλησία στο Όρος. Θα κοιμόμουν εδώ, σε ένα απλό κελλί σ’ αυτό το μοναστηράκι που είχε μεγαλύτερη ιστορία από κάθε άλλο κτίσμα στο Άγιον Όρος. Καθώς ο πάτερ Ιερόθεος με πήγε στο δωμάτιό μου ένιωσα αγάπη. Το κελλί μου ήταν τέλειο. Ξανά θυμήθηκα το τραγούδι που έλεγε η μητέρα μου: «Στιγμές σαν και τούτη, λέω ένα τραγούδι, ένα ερωτικό τραγούδι για τον Ιησού». Ρώτησα τον πάτερ Χαράλαμπο αν μπορούσα να βοηθήσω με τις δουλειές του σπιτιού. Μου απάντησε «ο Θεός θα με βοηθήσει». Ο πάτερ Ιωαννίκιος πλησίασε και με καλωσόρισε στο σπίτι του. «Μπορώ να καταλάβω μόνο τα μισά από τα αγγλικά σου, και με την κακή μου ακοή δεν μπορώ να ακούσω τα άλλα μισά», μου είπε χωρατεύοντας. Μετά το μεσημεριανό γεύμα οι πατέρες αποσύρθηκαν στα κελλιά τους να αναπαυθούν, έτσι εγώ πήρα το μπλοκάκι μου και μολύβια και στάθηκα έξω, κοντά στα αρχαία θεμέλια, για να σχεδιάσω ένα κλαδί συκιάς. Ένα ψηλό κυπαρίσσι πλαισίωνε την μυτερή κορφή του Άθωνα που υψωνόταν πέρα δεξιά. Η θάλασσα ήταν μπρος μου. Πέρασε η ώρα και ο πάτερ Χαράλαμπος με φώναξε. Ήταν η ώρα του δείπνου. Ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρανό αυτό το αυγουστιάτικο βράδυ και εγώ είχα μιαν έξαψη καθώς βρισκόμουν έξω ζωγραφίζοντας το σπίτι. Οι βυζαντινοί πετρόχτιστοι τοίχοι, το πολυσύνθετο περίγραμμα της στέγης και το γύρω τοπίο έκαναν ένα τέλειο σκηνικό. Ένα ολόγιομο φεγγάρι ανέτειλε μέσα από την θάλασσα ενώ ο ουρανός ήταν ακόμη φωτεινός, αλλά χρειαζόμουν εκείνο το φως ώστε να τελειώσω τη ζωγραφιά. Το φεγγάρι πέρασε πίσω από το κυπαρίσσι και σύντομα θα άφτανε πάνω από το σπίτι. Πρόσθεσα στο σχέδιο το φεγγάρι και μερικές γραμμές ακόμη για να δείξω τον ατμοσφαιρικό ουρανό. Τα σύννεφα σα να έγραφαν μηνύματα πάνω από τα πριονωτά περιγράμματα του βουνού. Το φως κράτησε ίσα-ίσα για να τελειώσω. Πήγα μέσα να αφήσω το σχέδιο και ξαναβγήκα. Βρήκα τους πατέρες Ιερόθεο και Χαράλαμπο να κάθονται στην πίσω βεράντα, που έβλεπε την κοιλάδα και χαμηλότερα την θάλασσα. Το νερό τρεμόπαιζε στο ασημένιο φεγγαρόφωτο και εμείς κοιτούσαμε έναν μοναχικό ψαρά που αρμένιζε στα ανοιχτά και η φιγούρα του ξεχώριζε κόντρα στον πάμφωτο νυχτερινό ουρανό. Η θέα σού έκοβε την ανάσα. Το σκοτάδι σκέπασε το βουνό και ασυνήθιστοι σχηματισμοί νεφών έρχονταν απαλά από πάνω μας. Ο πάτερ Χαράλαμπος έκαψε ελληνικό καφέ για να διώξει τα κουνούπια. Η Ελλάδα υπέφερε από ξηρασία αυτό το καλοκαίρι, αλλά εδώ όλα φαίνονταν όμορφα και πράσινα. Μέναμε σιωπηλοί σχεδόν όλη την βραδιά κι εγώ ευγνωμονούσα για την ειρήνη και την ησυχία της στιγμής. Ώρες περάσαμε καθισμένοι κάτω από το ουράνιο στερέωμα. Το φεγγάρι πλησίαζε την ορεινή κορυφογραμμή τώρα και σύντομα θα το χάναμε από τα μάτια μας. Ο πάτερ Χαράλαμπος ικέτεψε την βροχή να έρθει και πήγαμε στα κελλιά μας. Ήμουν σπίτι μου. Το τατ, τατ, τατ στο παράθυρό μου το επόμενο πρωί δεν ήταν κάλεσμα για τον όρθρο. Ήταν βροχή που έπεφτε στο τζάμι μου. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή. Είχα σκοπό να φτάσω στη Μικρά Αγία Άννα, που βρίσκεται στο ψηλό διάσελο που χωρίζει την ανατολική από την δυτική πλευρά της χερσονήσου. Το σκαρφάλωμα σε χιλιάδες σκαλοπάτια, ως την εκκλησία ψηλά, μέσ’ στην εξουθενωτική ζέστη έμοιαζε αβίαστο για τον πάτερ Ιακώβ, έναν καλόγερο που ξαφνικά ξεφύτρωσε από το πουθενά, εκεί που εγώ είχα μουσκέψει στον ιδρώτα. Έριξα νερό στο σβέρκο μου να δροσιστώ. Όταν πιάσαμε στο λιμάνι της Αγίας Άννας θυμήθηκα ένα τραγούδι που η μητέρα μού τραγουδούσε για τον Ιησού που ερχόταν στον Κήπο της Γεθσημανή: «Έρχομαι στον κήπο μόνος, κι η δροσιά είναι ακόμα πάνω στα ρόδα. Τη φωνή που ακούω να με καλεί κανείς δεν την γνωρίζει. Εκείνος βαδίζει μαζί μου και μου μιλάει, λέγοντας ότι είμαι δικός του. Και τη χαρά που μοιραζόμαστε καθώς παραμένουμε εκεί, κανείς δεν την γνωρίζει». Συνέχισα να ακούω στο μυαλό μου το τραγούδι και ήξερα ότι θα βάδιζα σε ένα κήπο σήμερα. Ο πάτερ Ιακώβ έστριψε αριστερά και χάθηκε από τα μάτια μου καθώς τράβηξε πάνω κατά την Μικρή Αγία Άννα. Προχώρησα ανηφορίζοντας μόνος ένα απότομο και στενό μονοπάτι χαραγμένο στον γκρεμό. Αγχωνόμουνα λίγο όταν κοιτούσα κάτω, αλλά με ηρεμούσε το τραγούδι που τραγουδούσα και προσπαθούσα να μην σκέφτομαι το ιλιγγιώδες ύψος καθώς ανέβαινα στο φρύδι του γκρεμού. Ένιωσα μοναξιά και ευχήθηκα να είχα λίγη συντροφιά. Στάθηκα στη σκιά ενός δέντρου για λίγη ξεκούραση καθώς ένα άλλο τραγούδι γέμισε την καρδιά μου: «Στάσου κάτω απ’ τη σκιά, να βρεις τον Ιησού» Η μητέρα μου έλεγε αυτό το τραγούδι. Τότε ακριβώς, ένας νέος άνδρας φάνηκε. Δεν σταμάτησε όταν του πρόσφερα κάτι να φάει και είπε: «Μικρά Αγία Άννα». Τον ακολούθησα σιωπηλός για κάποια απόσταση ώσπου πλησιάσαμε ένα ξέφωτο που έκοβε προς τα μέσα τη ράχη του βουνού. Γύρισε σε μένα και έδειξε το ξέφωτο: «Μικρά Αγία Άννα», είπε προτού χαθεί κάτω στην άλλη μεριά του γκρεμού. Προχώρησα, σίγουρος, καθώς γνώριζα ότι ο Θεός ήταν με το μέρος μου. Το ξέφωτο άνοιξε σε όμορφους κήπους που περιέβαλλαν ένα σπίτι κουρνιασμένο στον γκρεμό προς τα ανατολικά. Είχα φτάσει στην άκρη της χερσονήσου. Η θύρα άνοιξε και ο πάτερ Σπυρίδων με καλωσόρισε. Μου έκανε νεύμα να τον ακολουθήσω στην κουζίνα και κάθισα στο τραπέζι, καθώς οι μοναχοί μαζεύονταν τριγύρω για καφέ και γλυκό. Μετά το ντους, πήγα πάλι έξω και βρήκα ένα τέλειο μέρος κάτω από μερικές αχλαδιές, όπου σκιτσάρισα αυτό το όμορφο σπιτάκι με τους υπέροχους κήπους του και το μοναστήρι. Ήμουν και πάλι σπίτι μου. Ο Χρήστος Κούρτης, ένας άλλος φιλοξενούμενος, με βρήκε να κάθομαι κάτω από τις αχλαδιές με το μπλοκάκι και τα μολύβια μου. «Καλύτερα να ξέρει πάντα ο πάτερ Σπυρίδων πού βρίσκεσαι», μου εξήγησε. Αυτό αποδείχτηκε σημαντική συμβουλή, αφού η μυτερή κορφή του Άθωνα πεταγόταν επικίνδυνα ψηλά πάνω από την Μικρά Αγία Άννα. Συνέχισε: «Όταν σημάνει η καμπάνα είναι ώρα φαγητού». Πάλι ήμουν ευγνώμων για την καθοδήγησή του, αφού είχα ακούσει την καμπάνα πρωτύτερα αλλά δεν ήξερα τι σήμαινε». Αργότερα το ίδιο βράδυ ο ύπνος ήρθε, καθώς το φεγγαρόφωτο φώτισε μέσα από το παράθυρο του κελλιού μου, καλύπτοντας το σώμα μου. Ύστερα από μία συγκινητική λειτουργία το επόμενο πρωί, ο Χρήστος με κάλεσε να κάνουμε παρέα στον πάτερ Σπυρίδωνα στην κουζίνα, όπου ένας γιγαντιαίος νταβάς γεμάτος με ψάρια, λαχανικά, χόρτα και ελαιόλαδο σιγόβραζε στη φωτιά. Δέχτηκα την πρόσκλησή τους για το μαγείρεμα. Ο πάτερ Σπυρίδων με έμαθε πώς να κάνω την ειδική σούπα της ημέρας, επιτρέποντάς μου να βοηθάω στην προετοιμασία. Μαγείρευα στο Άγιον Όρος, πράγμα που μου έδωσε μεγάλη χαρά. Σήμερα ήταν η πανήγυρη της Παρθένου Μαρίας. Ένιωσα ευλογημένος που βρισκόμουν στο Όρος αυτή την Ιερή Ημέρα της Παναγίας, της Μητέρας του Θεού. Βοήθησα στο στρώσιμο των τραπεζιών για αυτή την εξαιρετική γιορτή: τα τριζάτα λευκά λινά, τα αστραφτερά κρύσταλλα και η φίνα πορσελάνη καθώς ταιριάζει σε βασιλιάδες. «Στιγμές σαν και τούτη, λέω ένα τραγούδι, ένα ερωτικό τραγούδι για τον Ιησού. Στιγμές σαν και τούτη, λέω ένα τραγούδι, ένα ερωτικό τραγούδι για Εκείνον». Αυτές οι λέξεις ήρθαν πάλι στο μυαλό μου, καθώς κάθισα συμμετέχοντας στην ιερή γιορτή μαζί με τους άλλους. Τιμούσαμε όλοι μας την Μητέρα του Θεού, προς τιμήν της οποίας είχε ιδρυθεί το Άγιον Όρος. Βρήκα ξανά τη θέση μου κάτω από τις αχλαδιές και σκιτσάριζα όλο το απόγευμα, ενώ οι μοναχοί έπαιρναν έναν υπνάκο. Όταν τελείωσα τη ζωγραφική μου πήγα στην κουζίνα όπου ο πάτερ Σπυρίδων και ο Χρήστος πέρασαν μία ποδιά γύρω στο λαιμό μου και μου έδωσαν δουλειά να βοηθήσω ξανά με το μαγείρεμα. Στύψαμε πολλά λεμόνια και ανακατέψαμε τον χυμό με χορταρικά, προτού περιχύσουμε το μίγμα πάνω στο ψητό ψάρι. Φρέσκια πράσινη σαλάτα, τυρί, φρέσκα φρούτα και κέικ ακολούθησαν το γεύμα. Η ημέρα της Παναγίας ήταν στ’ αλήθεια ευλογημένη και άγια. Ξύπνησα. Στείλανε τον Χρήστο να με πάρει πριν το χάραμα για την λειτουργία των 4 στο πιο βόρειο σημείο της Μικράς Αγίας Άννας. Σκαρφαλώσαμε με το φεγγαρόφωτο διασχίζοντας τον κήπο. Η λειτουργία μας έφερε δάκρυα στα μάτια, καθώς οι καρδιές μας ήταν ευλογημένες. Άκουσα ανθρώπους να κλαίνε από τα βάθη της ψυχής τους. Το φεγγάρι μετέωρο πάνω από τη θάλασσα και τότε ο ουρανός πήρε να ροδίζει αργά, καθώς ο ήλιος ανάτειλε και η λειτουργία τελείωσε. Ο πάτερ Σπυρίδων πρόσφερε ένα υπέροχο πρόγευμα, κάτι φουσκωτά γλυκίσματα με μέλι, κανέλλα, ζάχαρη και φρούτα ανάμικτα. Μια μικρή ομάδα κατεβήκαμε στο χείλος του γκρεμού ακολουθώντας το στενό μονοπάτι. Μουλάρια κουβαλούσαν τα μπαγάζια μας, ενώ ο σκύλος του πάτερ Σπυρίδωνα, οδηγός μας, προπορευόταν τριποδίζοντας. Έφτασα πίσω στις Καρυές, όπου οι πατέρες Ιερόθεος και Χαράλαμπος με περίμεναν με ένα θαυμάσιο γεύμα. Αργότερα την ίδια μέρα σχεδίασα ένα λιόδεντρο, μετά έκανα το πρώτο από τα δύο σκίτσα του πάτερ Χαράλαμπου εκεί που καθόταν έξω. Έβλεπα ένα φεγγάρι κόκκινο σαν αίμα να σηκώνεται πάνω από τον ορίζοντα και να λαμποκοπά, ροδαλό μονοπάτι ως την ακτή. Ένιωσα την αγιότητα, την δημιουργία του Θεού στον ουρανό και τελείωσα το πορτραίτο στη σιωπή. Φάγαμε και επισκεφτήκαμε με φίλους τον οικοδεσπότη μας μετά το δείπνο, συζητώντας στο φως των κεριών. Γυρίσαμε στο σπίτι, με τα στομάχια μας ικανοποιημένα. Ο ύπνος γέμισε το σπίτι. Σήμερα ξύπνησα και στο μυαλό μου είχα μια φράση από ένα τραγούδι που έλεγε η μητέρα μου: «κάνε με έναν γλυκό, γλυκό ήχο μέσα στο αυτί σου». Τα κάθετα και οριζόντια στοιχεία της κατασκευής του σπιτιού ήταν τέλεια συντηρημένα, αλλά τα σκαλοπάτια έτριζαν σε κάθε βήμα καθώς ακολουθούσα τον πάτερ Χαράλαμπο επάνω στη βιβλιοθήκη. Ριγώντας από την συγκίνηση βρέθηκα σ’ αυτό το δωμάτιο με βιβλία αιώνων και ένα υπέροχο βυζαντινότροπο τζάκι. Σχεδίασα το τζάκι για τις έρευνές μου στη Νέα Υόρκη, με την ελπίδα να ενσωματώσω κάποτε τις μοναδικές του σχεδιαστικές λεπτομέρειες στο σπίτι κάποιου πελάτη. Ένα μεγάλο, παλαιό δερματόδετο λεύκωμα ήταν ακουμπισμένο στη βιβλιοθήκη. Το άνοιξα και ανακάλυψα ότι πολλές από τις σελίδες του είχαν μείνει αδειανές, παρόλη την ηλικία του. Γεμάτος αυτοπεποίθηση ότι θα μπορούσα να ολοκληρώσω ένα δεύτερο σκίτσο του πάτερ Χαράλαμπου σε ένα απόγευμα, του ζήτησα την άδεια να ζωγραφίσω σε μία από τις κενές σελίδες. Αργότερα, βυθίστηκα στα βιβλία ολόγυρά μου στη βιβλιοθήκη. Μερικά ήταν στα αγγλικά αλλά τα περισσότερα στα ελληνικά, με στοιχεία που ποίκιλλαν από τον έναν αιώνα στον άλλο. Άκουγα τον πάτερ Χαράλαμπο να εργάζεται κάτω, ενώ εγώ μελετούσα εκείνους τους τόμους που μύριζαν κλεισούρα. Κατεβαίνοντας τα ετοιμόρροπα σκαλοπάτια παρατηρούσα τα αρχαία δοκάρια της στέγης, που με μάγευαν. Θυμήθηκα άλλη μία από τους λόγους του Ιησού που η μητέρα μου επαναλάμβανε συχνά: Στον οίκο του πατέρα μου υπάρχουν πολλές οικοδομές. Αν δεν ήταν έτσι θα σου το ’χα πει. Πηγαίνω να ετοιμάσω μια θέση για σένα. Έτσι, όπου πάω εγώ, μπορείς κι εσύ να έρθεις». Τώρα κατάλαβα το νόημα αυτού του λόγου. Βρισκόμουν σε έναν τόπο με οικοδομές ή δωμάτια, σαν εκείνο τον τόπο για τον οποίο μιλούσε ο Ιησούς. Είχα ένα μέρος να αναπαυθώ, όπως έκαναν οι μοναχοί και οι φιλοξενούμενοί τους. Ήμασταν όλοι μαζί σε ένα σπίτι, αλλά κι ο καθένας μας είχε το δικό του δωμάτιο, την δική του οικοδομή. Πάντα αναρωτιόμουν για το νόημα αυτού του στίχου και τώρα κατάλαβα. Θυμήθηκα ένα άλλο τραγούδι από την παιδική μου ηλικία: Μ’ αρέσει να πω την ιστορία. Θα καμαρώνω λέγοντας την παλιά, την τόσο παλιά ιστορία του Ιησού και της αγάπης του. Ένιωσα αγάπη». Η γλυσίνα έριχνε τη σκιά της στον πάτερ Χαράλαμπο καθώς του έκανα το πορτραίτο. Ο πάτερ Ιωαννίκιος γύρισε από την επίσκεψη που είχε κάνει στο χωριό των συγγενών του, με νέα από τρομερές φωτιές που κατάκαιγαν την Πελοπόννησο. Τέλειωσα το πορτραίτο. Ο ήλιος βασίλευε πίσω από το βουνό και μία πύρινη ολοπόρφυρη σφαίρα κρεμόταν πάνω από την θάλασσα. Διέκρινα τα πρώτα αστέρια στον ουρανό. Τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Αυτή ήταν η τελευταία βραδιά της πρώτης μου επίσκεψης στο Άγιον Όρος. Το φεγγάρι άσπρισε καθώς η νύχτα σκέπαζε το διάστημα. Ήρθε η ανάπαυση. Έφτασε η αυγή. «Με τα φτερά ενός χιονάτου περιστεριού ο Θεός έστειλε κάτω την αγνή, γλυκιά του αγάπη. Με ένα νεύμα από ψηλά, με τα φτερά ενός περιστεριού». Θυμήθηκα τη μητέρα μου να λέει αυτό το τραγούδι όταν ήμουν ένα μικρό αγόρι. Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Παντοδύναμος Θεός, ο Τριαδικός Θεός, η Ευλογημένη Τριάδα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, κατάφερα να καταλάβω τις διδαχές της μητέρας μου. Το λεωφορείο είχε γεμίσει. Μετάφραση: Φαίδων Χατζηαντωνίου
0 Comments
|
AuthorLord Joël ArchivesCategories |